περιορίζομαι

περιορίζομαι
arrêter

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Regardez d'autres dictionnaires:

  • περιορίζομαι — περιορίζομαι, περιορίστηκα, περιορισμένος βλ. πίν. 34 Σημειώσεις: περιορίζομαι : η μτχ. περιορισμένος απαντάται συνήθως ως επίθετο (→ αυτός που έχει ορισμένα όρια ή έχει στενά όρια ή είναι λιγοστός) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ανειλώ — ἀνειλῶ ( έω) (Α) Ι. ενεργ. 1. ξεδιπλώνω, ανοίγω 2. περιτυλίγω, στριμώχνω II. μέσ. 1. συνωθούμαι, συναθροίζομαι 2. περιορίζομαι, στενοχωρούμαι 3. (για γλώσσα) συμμαζεύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) * + ειλώ ( έω) «συνωθώ, συγκεντρώνω, τυλίγω». ΠΑΡ. αρχ …   Dictionary of Greek

  • διαλαμβάνω — (AM διαλαμβάνω) 1. περιλαμβάνω σε κείμενο, αναφέρω, πραγματεύομαι 2. ορίζω, καθορίζω, εντέλλομαι αρχ. 1. παίρνω κατά σειρά το μερίδιο μου 2. (για τόπο) περνώ διαδοχικά, διέρχομαι κατά σειρά 3. κρατώ κατά μέρος, συλλαμβάνω 4. (για πάλη) πιάνω από… …   Dictionary of Greek

  • εμπεριορίζομαι — ἐμπεριορίζομαι (Μ) περικλείομαι, περιορίζομαι …   Dictionary of Greek

  • καταζεύγνυμι — και καταζευγνύω (Α) 1. ζευγνύω μαζί 2. στρατοπεδεύω 3. παθ. καταζεύγνυμαι α) (για ορθή γωνία) γίνομαι οξεία β) περιορίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ζεύγνυμι «ζεύω»] …   Dictionary of Greek

  • καταντώ — και κατανταίνω (AM καταντῶ, άω) περιέρχομαι σε δυσάρεστη θέση ή κατάσταση, φθάνω σε άσχημο τέλος («κατάντησε να ζητιανεύει») νεοελλ. 1. συντελώ ώστε να φθάσει κάποιος σε μια δυσάρεστη θέση ή κατάσταση, οδηγώ σε κατάντια («έτσι τόν κατάντησε το… …   Dictionary of Greek

  • ξεπεριορίζομαι — (στον Ερωτόκρ.) χάνω τα λογικά μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + περιορίζομαι] …   Dictionary of Greek

  • περατώνω — περατῶ, όω, ΝΜΑ [πέρας, ατος] φέρω κάτι σε πέρας, ολοκληρώνω κάποιο έργο αρχ. 1. περικλείω εντός ορίων, περιορίζω 2. (μέσ. και παθ.) περατώνομαι α) περιορίζομαι β) είμαι πεπερασμένος γ) γραμμ. λήγω, καταλήγω …   Dictionary of Greek

  • περιίστημι — ΝΜΑ (μέσ. μόνον στην οριστ. αορ.) περιέστην περιπίπτω περιέρχομαι σε χειρότερη κατάσταση, καταντώ (α. «περιέστη σε αδιέξοδο» β. «τὰ πράγματα εἰς ὅπερ νυνὶ περιέστη» σ αυτό το σημείο που έχουν φτάσει τώρα τα πράγματα, Δημοσθ.) μσν. αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • περιγράφω — ΝΜΑ μτφ. αναπαριστώ με λεπτομέρειες κάτι με τη βοήθεια τού γραπτού ή προφορικού λόγου νεοελλ. αρχ. 1. σχεδιάζω κλειστή γραμμή γύρω από κάτι, περιβάλλω κάτι με γραμμή, σημειώνω ολόγυρα 2. (γεωμ.) περικλείω σχήμα μέσα σε άλλο («περιγράφω τετράγωνο… …   Dictionary of Greek

  • περιορίζω — ΝΜΑ [ορίζω] 1. θέτω όρια γύρω από κάτι, περικλείω κάτι μέσα σε όρια (α. «περιορίζεται σε φραγμένο χώρο» β. «ἄνευ τοῡ περιορίζοντος» χωρίς όριο, χωρίς σύνορο, Πλούτ.) 2. θέτω όρια, βάζω φραγμούς σε κάτι, μετριάζω (α. «περιορίζω τα έξοδά μου» β.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”